Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπαλλαγή
ουσιαστικό θηλυκό 1 liberazio`ne ~f~ η απαλλαγή μιας χώρας από την τυραννία==la liberazione di un paese dalla tirannia 2 l'esi`mere ~m~; l'esonera`re ~m~; l'esenta`re ~m~; esenzio`ne ~f~; eso`nero ~m~; dispe`nsa ~f~ 3 diritto assoluzio`ne ~f~ απαλλαγή από τους φόρους==esenzione fiscale | απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία==esonero dall'obbligo di leva | απαλλαγή κάποιου από τα καθήκοντά του==l'esentare qualcuno da un servizio || l'esonerare qualcuno da una carica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |