Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απάλειψη  
ουσιαστικό θηλυκό

cancellazio`ne ~f~; estinzio`ne ~f~

απάλειψις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [απάλειψη ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απαλείφω απαλένω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---