Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζούγκλα
ουσιαστικό θηλυκό 1 giu`ngla ~f~ 2 (fig) luo`go ~m~ i`nfido, giu`ngla έγινε ζούγκλα η κοινωνία μας == la nostra società è diventata una giungla permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |