Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζουλάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [ζουλώ]

ζουλιέμαι
ρήμα παθητικό

1 ammacca`rsi
2 schiaccia`rsi
3 spiaccica`rsi

ζουλώ  
ρήμα μεταβατικό

1 schiaccia`re, compri`mere, pre`mere, pigia`re ζoύληξα το δάχτυλό μου στο συρτάρι == mi sono schiacciato un dito nel cassetto
2 tasta`re, palpeggia`re, tocca`re leggerme`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζουλάπι ζουλεία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---