Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζουμερός
επίθετο 1 succo`so, sugo`so ζoυμερά φρούτα == frutta succosa 2 (fig) succo`so, sostanzio`so, ricco di contenu`to ζoυμερή συζήτηση == discorso succoso 3 (fig) fruttuo`so, redditi`zio, convenie`nte, profitte`vole ζουμερή επιχείρηση == impresa redditizia ζουμερότατος επίθετο superlativo di [ζουμερός] ζουμερότερος επίθετο comparativo di [ζουμερός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |