Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζουμί
ουσιαστικό ουδέτερο 1 succo ~m~, sugo ~m~ 2 brodo ~m~ μην πετάς το ζουμί από τα χόρτα == non buttare via il brodo delle verdure 3 (fig) succo ~m~, sosta`nza ~f~, esse`nza ~f~ το ζουμί της oμιλίας του == il succo del suo discorso 4 (fig) profi`tto ~m~, guada`gno ~m~ έχει ζουμί αυτή η δουλειά == c'è da guadagnare con questo lavoro+++η γριά κότα έχει το ζουμί == gallina vecchia fa buon brodo | άσ' τον να βράζει στο ζουμί του == lascialo cuocere nel suo brodo! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |