Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζουμπάς  
ουσιαστικό αρσενικό

1 punzo`ne ~m~
2 (fig) perso`na ~f~ bassa, tappo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζουμός ζούμπερο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---