Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζόρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 costrizio`ne ~f~, oppressio`ne ~f~, viole`nza ~f~ 2 pressio`ne ~f~ απ' το πολύ ζόρισμα στη δουλειά, έσπασε == a furia di lavorare sempre sotto pressione, è crollato 3 fati`ca ~f~, sforzo ~m~ θέλει πολύ ζόρισμα για να τελειώσεις το πανεπιστήμιo == finire l'università richiede uno sforzo notevole permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |