Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζορίζομαι
ρήμα παθητικό sforza`rsi ζορίστηκε για να τελειώσει τις σπουδές του == per terminare gli studi, ha dovuto sforzarsi molto ζορίζω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 costri`ngere, obbliga`re τη ζόρισαν να δεχτεί == la costrinsero ad accettare ~f~ μη ζορίζεις τo παιδί να φάει == non costringere il bambino a mangiare! 2 sforza`re, forza`re πρέπει να ζορίσεις λίγο την κατάσταση == bisogna forzare un po' la situazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |