Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζόρι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 forza ~f~, prepote`nza ~f~ τον ανάγκασαν να υπογράψει με τo ζόρι == lo costrinsero per forza / lo forzarono a firmare 2 forza ~f~, pressio`ne ~f~ δεν θέλει να παντρευτεί με το ζόρι == non vuole sposarsi per forza / controvoglia 3 difficoltà ~f~, osta`colo ~m~, soffere`nza ~f~ τράβηξε πολλά ζόρια στη ζωή του == in vita sua, ha incontrato molte difficoltà / ha avuto momenti molto difficili permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμε το ζόρι = a forza | per forza Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |