Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζόρικος
επίθετο 1 diffi`cile, disage`vole ζόρικη δουλειά == lavoro difficile 2 prepote`nte, duro πάψε να παριστάνεις τον ζόρικο == smettila di fare il prepotente! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |