Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οξυδερκής
επίθετο

1 chiaroveggente
2 discriminante
3 lungimirante
4 penetrante
5 perspicace
6 sagace
7 scaltro
8 dalla vista acuto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οξυδέρκεια οξυζενέ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---