Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οξύνομαι
ρήμα παθητικό

1 acutizzarsi
2 affinarsi
3 appuntarsi
4 inacutirsi
5 inasprire
6 inasprirsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οξύνοια οξύνους  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---