Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οξύνους
επίθετο

1 astuto
2 avveduto
3 cervelluto
4 dritto
5 intelligente
6 occhiuto
7 oculato
8 percettivo
9 scaltro
10 pronto d'ingegno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οξύνομαι όξυνση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---