Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οξύνοια
ουσιαστικό θηλυκό

1 accortezza
2 acume
3 astuzia
4 avvedutezza
5 ingegno
6 oculatezza
7 penetrazione
8 percettiva
9 percettività
10 sagacia
11 sagacità
12 scaltrezza
13 sale in zucca

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οξύμετρο οξύνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---