Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


όξυνση
ουσιαστικό θηλυκό

1 affinamento
2 aguzzamento
3 calore
4 inasprimento
5 raffilatura
6 stimolazione
7 tensione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οξύνους οξύνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---