Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οξυδέρκεια
ουσιαστικό θηλυκό

1 accortezza
2 acume
3 arguzia
4 chiaroveggenza
5 criterio
6 discernimento
7 finezza
8 lungimiranza
9 occhio
10 penetranza
11 penetrazione
12 penetrazione
13 perspicacia
14 sagacia
15 sagacità
16 scaltrezza
17 senno
18 sottigliezza
19 visione
20 vista acuta
21 intelligenza viva

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οξυγώνιος οξυδερκής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---