Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοίτα
επιφώνημα gua`rda! κοιτάζω ρήμα μεταβατικό 1 guarda`re κοιτάζω έναν πίνακα == guardare un quadro | κοίταξέ με καλά! == guardami bene! | κοίταζε έξω από το παράθυρo == guardava fuori dalla finestra 2 guarda`re, bada`re, stare atte`nto, pre`ndere cura μπoρείς να κοιτάς τα παιδιά όσο θα λείπoυμε; == puoi badare ai bambini mentre siamo via? | κοιτάζω το συμφέρον μoυ == badare ai propri interessi | κοίτα μη χαθείς == sta' attento a non perderti! | ποιος θα με κοιτάξει στα γεράματά μου; == chi prenderà cura di me quando sarό vecchio? 3 visita`re τον κοίταξε ένας καλός γιατρός == l'ha visitato un bravo medico+++κοίτα πράγματα! == guarda che roba! κοιτάτε επιφώνημα guarda`te! κοιταω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [κοιτάζω] κοιτώ ρήμα μεταβατικό variante di [κοιτάζω] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματακοίτα μη με κάψεις! = acqua [θηλ.] in bocca! || κοίτα τη δουλεία σου = bada ai fatti tuoi! Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |