Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοι§νω§φε§λέ§στα§τος
επίθετο superlativo di [κοινωφελής] κοι§νω§φε§λέ§στε§ρος επίθετο comparativo di [κοινωφελής] κοινωφελής επίθετο di pu`bblica utilità κοινωφελής οργανισμός == ente pubblico | κoινωφελές ίδρυμα == ente morale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |