Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοιτίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

culla ~f~ ((anche in senso figurato)) κοιτίδα πολιτισμoύ == culla della civiltà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοίτη κοίτομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---