Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόκα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 botanica coca ~f~
2 ((gergale)) cocai`na ~f~, coca ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοκ κοκαΐνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---