Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κόκαλο  
ουσιαστικό ουδέτερο

osso ~m~ πέταξα ένα κόκαλο στο σκυλί == ho gettato un osso al cane | κρέας χωρίς κόκαλο == carne senza osso | σπάζω ένα κόκαλο == rompersi un osso | πονούν τα κόκαλά μου == mi fanno male le ossa | το κόκαλο των παπoυτσιών == corno da scarpe, calzante, calzatoio+++είναι γερό κόκαλο == ha una salute di ferro | έγινε πετσί και κόκαλο == si è ridotto pelle e ossa | είναι ένα μάτσo κόκαλα == è un sacco d'ossa | έγινα μoυσκίδι ως τo κόκαλο == sono bagnato fino alle ossa | μένω κόκαλο == rimanere di stucco, di sasso | έφθασε το μαχαίρι στο κόκαλο == non si può più andare avanti così, arrivare al massimo della sopportazione | η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει == la lingua non ha osso, ma fa rompere il dosso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοκάλινος κοκαλωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---