Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοκαλώνω  
ρήμα αμετάβατο

1 diventa`re ri`gido, irrigidi`rsi τα πόδια μου είχαν κοκαλώσει από το κρύο == le gambe mi si erano irrigidite dal freddo
2 rimane`re di sasso, di stucco κοκάλωσα όταν το 'μαθα == quando l'ho saputo, sono rimasto di stucco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοκαλωμένος κοκέτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---