Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοίτασμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

giacime`nto ~m~ χρυσoφόρα κoιτάσματα == giacimenti auriferi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοιτάζω κοιτάτε  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---