Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοιτάζομαι  
ρήμα παθητικό

1 guarda`rsi, mira`rsi κoιτάζεται συνέχεια στον καθρέφτη == si guarda continuamente allo specchio
2 farsi vede`re, farsi visita`re πήγαινε να κοιταχτείς σε κανένα γιατρό == va' a farti vedere da un medico!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοιταγμένος κοιτάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---