Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοινωνώ  
ρήμα αμετάβατο

1 partecipa`re, e`ssere parte`cipe, condivi`dere con altri
2 religione comunica`rsi, fare la Comunio`ne είχε δέκα χρόνια να κοινωνήσει == erano dieci anni che non faceva la Comunione | κοινωνώ των Αχράντων Μυστηρίων == ricevere l'Eucaristia

κοινωνώ
ρήμα μεταβατικό

comunica`re, amministra`re l'Eucaristi`a κοινωνώ έναν πιστό == comunicare un fedele | κοινωνώ έναν ετοιμοθάνατο == amministrare l'Estrema Unzione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοινωνός κοινώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---