Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοινωνός  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 chi condivi`de, chi ha qualco`sa in comu`ne con altri είμαστε κοινωνοί των ίδιων ιδανικών == condividiamo gli stessi ideali
2 parte`cipe καθιστώ κάποιον κοινωνό ενός μυστικού == fare qualcuno partecipe di un segreto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοινωνιομετρικός κοινωνώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---