Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαυτηριάζω
ρήμα μεταβατικό 1 cauterizza`re καυτηριάζω πληγή == cauterizzare una ferita 2 (fig) critica`re asprame`nte, stigmatizza`re, fustiga`re καυτηριάζω τα διεφθαρμένα ήθη == fustigare i costumi corrotti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |