Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαυστικός
επίθετο 1 ca`ustico καυστική σόδα == soda caustica 2 (fig) c`austico, punge`nte καυστικά σχόλια == commenti caustici | καυστική σάτιρα == satira pungente καυ§στι§κό§τα§τος επίθετο superlativo di [καυστικός] καυ§στι§κό§τε§ρος επίθετο comparativo di [καυστικός] καυ§στι§κώ§τα§τος επίθετο superlativo di [καυστικός] καυ§στι§κώ§τε§ρος επίθετο comparativo di [καυστικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |