Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καυτερός  
επίθετο

1 brucia`nte, scotta`nte
2 picca`nte καυτερή πιπεριά == peperoncino piccante

καυ§τε§ρό§τα§τος
επίθετο

superlativo di [καυτερός]

καυ§τε§ρό§τε§ρος
επίθετο

comparativo di [καυτερός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καύσωνας καυτηριάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---