Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγρίλια
ουσιαστικό θηλυκό 1 stecca ~f~ della persia`na 2 παντζούρι persia`na ~f~; gri`glia ~f~; gelosi`a ~f~ τον παρακολουθούσε πίσω από τις γρίλιες==lo osservava dietro le griglie γρίλιες ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός 1 ma`schera ~f~ 2 venezia`na ~f~ 3 stecche ~fp~ di persia`na permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |