Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γρίφοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

enigmi`stica ~f~

γρίφος  
ουσιαστικό αρσενικό

eni`gma ~m~; rebus ~m~ το φέρσιμό του ήταν σωστός γρίφος για όλους==il suo comportamento era per tutti un vero rebus

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γριπιασμένος γριφώδης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---