Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γροθοκόπημα
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [γρονθοκόπημα]

γρονθοκόπημα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 cazzottatu`ra ~f~
2 cazzo`tto ~m~
3 pugno ~m~
4 scazzotta`ta ~f~
5 scazzottatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γροθιά γροθοκοπώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---