Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γουρσουζιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [γρουσουζιά]

γρουσουζιά  
ουσιαστικό θηλυκό

scalo`gna ~f~; sfortu`na ~f~; iella ~f~; iettatu`ra ~f~; malaugu`rio ~m~ με κυνηγάει η γρουσουζιά==la sfortuna mi perseguita | φέρνει γρουσουζιά να…==porta iella / sfortuna… è di malaugurio…

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γουρσούζης γουρσούζικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---