Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυαλί
ουσιαστικό ουδέτερο 1 vetro ~m~ πάτωμα γυαλί==pavimento lucido come uno specchio | η θάλασσα είναι γυαλί==il mare è liscio come l'olio 2 ((popolare)) ποτήρι bicchie`re ~m~ 3 televisione schermo ~m~ televisi`vo βγαίνω στο γυαλί==apparire sullo schermo+++τον έβαλε τα γυαλιά==l'ha superato in bravura, si è dimostrato più in gamba di lui | τα κάνανε γυαλιά καρφιά==hanno sfasciato tutto γυαλιά ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός 1 framme`nti ~mp~ di vetro 2 occhia`li ~mp~ γυαλιά ηλίου==occhiali da sole | γυαλιά οράσεως==occhiali da vista permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |