Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυαλισμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [γυαλίζω] 2 brilla`to 3 bruni`to 4 cesella`to 5 dirozza`to 6 forbi`to 7 incera`to 8 lacca`to 9 poli`to permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |