Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γυμνασιάρχα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [γυμνασιάρχης]

γυμνασιάρχης  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

pre`side ~m~ (di scuola media)

γυμνασιάρχισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γυμνασιάρχης ^-η, ο^]
2 pre`side ~f~ (di scuola media)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γυμνασιακός γυμνάσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---