Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γυμναστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ginna`sta ~m~
2 καθηγητής insegna`nte ~m~ di educazio`ne fi`sica

γυμνάστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γυμναστής ^-ή, ο^]
2 ginna`sta ~f~
3 καθηγητής insegna`nte ~f~ di educazio`ne fi`sica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γυμναστήριο γυμναστική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---