Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γυμνό  
ουσιαστικό ουδέτερο

nudo ~m~ το γυμνό στην τέχνη==il nudo nell'arte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γυμνίστρια γυμνοκαρπικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---