Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυμνός
επίθετο 1 nudo; ignudo 2 spoglio; disadorno; nudo γυμνά δέντρα==alberi spogli di foglie | γυμνά κλαδιά==rami spogli di foglie | γυμνοί τοίχοι==pareti disadorne, nude+++γυμνή αλήθεια==la verità nuda e cruda | με γυμνό μάτι==a occhio nudo | δια γυμνού οφθαλμού==a occhio nudo | γυμνό σπαθί==spada sguainata γυμνότατος επίθετο superlativo di [γυμνός] γυμνότερος επίθετο comparativo di [γυμνός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |