Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γυναίκα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 donna ~f~; fe`mmina ~f~ ελκυστική γυναίκα==donna attraente | γοητευτική γυναίκα==donna affascinante | μοιραία γυναίκα==donna fatale | έγινε πια γυναίκα==ormai si è fatta donna | γυναίκα του δρόμου==donna di strada
2 σύζυγος mo`glie ~f~ τηλεφώνησε η γυναίκα σας==ha telefonato, ha chiamato Sua moglie
3 donna ~f~ di servi`zio; dome`stica ~f~ πήρε γυναίκα, για να τη βοηθάει στις δουλειές τον σπιτιού==ha assunto una domestica per i lavori di casa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γύμνωση γυναικαδέλφη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---