Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γυμνώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 denuda`re; spoglia`re ο γιατρός γύμνωσε το παιδί για να το εξετάσει==il medico denudò il bambino per esaminarlo
2 ((figurato)) me`ttere a nudo γυμνώνω την ψυχή μου==mettere a nudo il proprio animo
3 svaligia`re; spoglia`re οι κλέφτες μάς γύμνωσαν το σπίτι==i ladri ci hanno svaligiato la casa | γύμνωσαν τον ναό από τα αγάλματά του==spogliarono il tempio delle sue statue

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γυμνωμένος γύμνωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---