Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυναικαδέλφη
ουσιαστικό θηλυκό variante di [γυναικαδέρφη ^-ης, η^] γυναικάδελφος ουσιαστικό αρσενικό variante di [γυναικάδερφος ^-ου, ο^] γυναικαδέρφη ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [γυναικάδερφος ^-ου, ο^] 2 cogna`ta ~f~; sore`lla ~f~ della mo`glie permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |