Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυμνιστής
ουσιαστικό αρσενικό nudi`sta ~m~ γυμνίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [γυμνιστής ^-ή, ο^] 2 nudista ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |