Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυμναστική
ουσιαστικό θηλυκό 1 sport ginna`stica ~f~ όργανα γυμναστικής==attrezzi ginnici | σουηδική γυμναστική==ginnastica svedese 2 scuola educazio`ne ~f~ fi`sica permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαρυθμική γυμναστική = ginnastica [θηλ.] artistica Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |