Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γυμνασιόπαιδο  
ουσιαστικό ουδέτερο

stude`nte ~mf~ delle me`die

γυμνασιόπαις
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

forma letteraria di [γυμνασιόπαιδο ^-ου, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γυμνάσιο γύμνασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---