Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γυμνάζομαι
ρήμα παθητικό

1 fare ginna`stica
2 allena`rsi; esercita`rsi; addestra`rsi

γυμνάζω  
ρήμα μεταβατικό

addestrare; esercita`re; allena`re; ammaestra`re γυμνάζω τούς νεοσυλλέκτους==addestrare le reclute | γυμνάζω το σκύλο μου==ammaestrare il cane | γυμνάζω το σώμα μου==allenare il proprio corpo | γυμνάζω το μυαλό μου==esercitare la mente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γυμνά γυμνάσια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---