Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γυαλίζω  
ρήμα αμετάβατο

luccica`re; brilla`re τα μάτια της γάτας γυάλιζαν στο σκοτάδι==gli occhi del gatto luccicano nel buio | γυαλίζει το τρίχωμα τον σκύλου==il cane ha il pelo lucente

γυαλίζω
ρήμα μεταβατικό

lucida`re; lustra`re γυαλίζω το πάτωμα==lucidare il pavimento | γυαλίζω τα έπιπλα==lustrare i mobili

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γυαλιά γυαλικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---