Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γυαλάδα  
ουσιαστικό θηλυκό

lucente`zza ~f~; lucidità ~f~ η γυαλάδα του χρυσού==la lucentezza dell'oro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γυάλα γυαλάκιας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---