Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γρυ  
ουσιαστικό ουδέτερο

il verso ~m~ del maia`le; grugni`to ~m~ δεν καταλαβαίνω γρυ==non ci capisco un'acca

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γρουσούζικος γρυλίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---